Κυκλοειδές

Κυκλοειδές
Κυκλοειδής
circular
masc/fem voc sg
Κυκλοειδής
circular
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • SAGUM — vox pure Graeca, a ςάγων, in genere quodvis dtegumentum est. Hinc quae alii coopertoria vel tegumenta equorum dicunt, ea saepe saga nominantur. Iul. Capitolin. in Vero, c. 6. ubi de Volucri eius equo, quem, sagis fuco tinctis coopertum, in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γυρογυριά — η 1. κυκλοειδές σχήμα 2. (ως επίρρ.) τριγύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύρο, γύρο + (κατάλ.) ιά] …   Dictionary of Greek

  • κυκλοειδής — Καμπύλη που γράφεται από σημείο κείμενο σε περιφέρεια κύκλου, όταν η περιφέρεια μετακινείται, χωρίς να ολισθαίνει, πάνω σε ευθεία· κάθε καμπύλη του επιπέδου που παράγεται ως εξής: έστω σε ένα επίπεδο Ε μια καμπύλη Γ, ένας κύκλος του Κ εφαπτόμενος …   Dictionary of Greek

  • μαντίον — και μανδίον, τὸ (AM, Μ και μανδίν και μαντίν και μαντί) μανδύας, χλαμύδα την οποία οι στρατηγοί και άλλοι αρχηγοί τού στρατού φορούσαν πάνω από την πανοπλία μσν. 1. μακρύς γυναικείος μανδύας 2. κάλυμμα τού προσώπου, βέλο 3. κυκλοειδές ωμοφόριο… …   Dictionary of Greek

  • μαντοφόρος — μαντοφόρος, ὁ (Μ) (για κληρικούς) αυτός που φορά μαντί, κυκλοειδές ωμοφόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντί + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”